Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ατμοσφαιρική πίεση

  • 1 давление

    давление с в разн. знач. η πίεση атмосферное \давление η ατ μοσφαιρική πίεση кровяное \давление η αρτηριακή πίεση повы шенное \давление η υπέρταση пони женное \давление ή υπόταση
    * * *
    с в разн. знач.
    η πίεση

    атмосфе́рное давле́ние — η ατμοσφαιρική πίεση

    кровяно́е давле́ние — η αρτηριακή πίεση

    повы́шенное давле́ние — η υπέρταση

    пони́женное давле́ние — ή υπόταση

    Русско-греческий словарь > давление

  • 2 атмосферный

    атмосферный ατμοσφαιρικός \атмосферныйое давление η ατμοσφαιρική πίεση
    * * *

    атмосфе́рное давле́ние — η ατμοσφαιρική πίεση

    Русско-греческий словарь > атмосферный

  • 3 давление

    давление
    с в разн. знач. ἡ πίεση [-ις]:
    атмосферное \давление ἡ ἀτμοσφαιρική πίεση· кровяное \давление ἡ πίεση τοῦ αίματος, ἡ ἀρτηριακή πίεση· повышенное (кровяное) \давление ἡ ὑπέρταση [-ις], ἡ ὑπερτονία· пониженное (кровяио́е) \давление ἡ ὑπόταση [-ις]· оказывать на кого-л, \давление (έξ)ασκώ πίεση σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > давление

  • 4 атмосферный

    атмосферный
    прил ἀτμοσφαιρικός:
    \атмосферныйное давление ἡ ἀτμοσφαιρική πίεση [-ις]; \атмосферныйные осадки οἱ ὑετοί.

    Русско-новогреческий словарь > атмосферный

  • 5 атмосферический

    κ. атмосферный, επ.
    ατμοσφαιρικός•

    -ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•

    -кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•

    -ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > атмосферический

  • 6 атмосферный

    επ.
    ατμοσφαιρικός•

    -ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•

    -кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•

    -ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > атмосферный

  • 7 выветреть

    -еет ρ.σ.
    1. (απλ.) στεγνώνω στον αέρα, εξαερίζομαι•

    белье -ло τα ρούχα στέγνωσαν στον αέρα.

    2. (γεωλ.) διαβιβρώσκομαι, φθείρομαι από τον αέρα, τη ατμοσφαιρική πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > выветреть

  • 8 давление

    ουδ.
    1. πίεση•

    кровяное давление πίεση του αίματος•

    атмосферное давление ατμοσφαιρική ττίεση•

    повышенное кровяное давление υπέρταση, υπερτονία•

    пониженное кровяное давление υπόταση.

    2. μτφ. εξαναγκσμός•

    экономическое давление οικονομική πίεση•

    оказывать давление ασκώ πίεση.

    εκφρ.
    под -ем – κάτω από πίεση•
    под -ем общественного мнения – κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης.

    Большой русско-греческий словарь > давление

См. также в других словарях:

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • ανάπηξη — Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η πήξη του πάγου, που έχει υγροποιηθεί, εξαιτίας της εφαρμογής μηχανικής πίεσης. Το σημείο πήξης των υγρών είναι χαρακτηριστικό και σταθερό για ένα σώμα, όταν η πήξη γίνεται κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • βαρομετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατμοσφαιρική πίεση 2. φρ. α) «βαρομετρική πίεση» ατμοσφαιρική πίεση β) «βαρομετρική στήλη» το ύψος της υδραργυρικής στήλης του βαρομέτρου …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • βαροθερμόμετρο — Συσκευή με την οποία μπορεί να βρεθεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με τη μέτρηση της θερμοκρασίας βρασμού ενός υγρού, συνήθως νερού. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός ότι το σημείο βρασμού των υγρών αποτελεί συνάρτηση της ατμοσφαιρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»